- Ἐρασίνου
- Ἐράσινοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλάρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 624 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στην πεδιάδα, στις πηγές του ποταμού Ερασινού, 19 χλμ. Δ της πόλης του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άργους … Dictionary of Greek
Αγχινόη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Αναφέρονται και με το όνομα Αγχιρρόη. 1. Σύζυγος του βασιλιά Βήλου της Αιγύπτου, κόρη του Νείλου και μητέρα των διδύμων αδελφών Αιγύπτου και Δαναού, καθώς και ενός τρίτου γιου, του Κηφέα. Ο Βήλος ήταν βασιλιάς στη… … Dictionary of Greek
Καλάβρυτα — Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 750 μ., 1.747 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 91 χλμ. ΝΑ της Πάτρας, κοντά στον Βουραϊκό ποταμό. Είναι χτισμένος στους πρόποδες του Χελμού, επάνω στο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Βραυρώνας — Βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδος. Χτίστηκε το 1962, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Φωτιάδη, και άνοιξε τις αίθουσές του στο κοινό το 1969. Εκτός από τα ευρήματα του ιερού, στεγάζει και ευρήματα των… … Dictionary of Greek